- νωτιάς
- νωτ-ιάς, άδος, ἡ, fem. Adj., = foreg.,A
φθίσις Hp.Morb.2.51
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθίσις Hp.Morb.2.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νωτιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιάς — η (Α νωτιάς, άδος) βλ. νωτιάδα … Dictionary of Greek
νωτιάς φθίσις — Επιστημονική ονομασία παθολογικής κατάστασης, που οφείλεται στη δράση της ωχράς σπειροχαίτης (treponema pallidum) στο νευρικό σύστημα και ιδιαίτερα στους μήνιγγες, στις αισθητικές ρίζες και στα πίσω δεμάτια του νωτιαίου μυελού. Προσβάλλει ένα… … Dictionary of Greek
νωτιάδα — και νωτιάς, η (Α νωτιάς, άδος) 1. η νωτιαία 2. φρ. «νωτιάδα φθίση» ή «νωτιάς φθίσις» πάθηση συφιλιδικής αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζεται από εξελικτική αλλοίωση τής ουσίας τού νωτιαίου μυελού και εκδηλώνεται με διαταραχή τής κινητικότητας και… … Dictionary of Greek
αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… … Dictionary of Greek
αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… … Dictionary of Greek
σύφιλη — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης αφροδίσια νόσος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη (ή Τρεπόνημα το ωχρόν). Αμέσως μετά την ανακάλυψη της Αμερικής η σ. παρουσιάστηκε στην Ευρώπη με μορφή σοβαρών επιδημιών και στη συνέχεια διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο·… … Dictionary of Greek
νωτί' — νωτιά , νωτιάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)